θυννίς

θυννίς
θυνν-ίς, ίδος, ,
A young female tunny, prob. l. in Hippon.35.2, Epich.74, Cratin. 161, Stratt.12, Archestr.Fr.37.1, Arist.HA543a9, al.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θυννίς — και θύννα, ἡ (Α) βλ. θύννος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού θύννος κατά τα αλεκτορ ίς, θυγατρ ίς] …   Dictionary of Greek

  • θυννίς — young female tunny fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυννίδα — θυννίς young female tunny fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυννίδας — θυννίς young female tunny fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυννίδες — θυννίς young female tunny fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυννίδος — θυννίς young female tunny fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυννίδων — θυννίς young female tunny fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυννίσιν — θυννίς young female tunny fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύννος — Άλλη ονομασία του ψαριού τόνος (βλ. λ.), της ποικιλίας μαγιάτικο. Από την ονομασία του προέρχεται η λέξη θυννείο, που σημαίνει θαλάσσιο χώρο κοντά σε ακτή, με ρηχά νερά, που είναι περιφραγμένος με δίχτυα για το ψάρεμα κυρίως θ. * * * ο (ΑΜ θύννος …   Dictionary of Greek

  • θύννα — θύννα, ἡ (ΑΜ) ο θηλυκός τόν(ν)ος, (το ψάρι),αλλ. θυννίς. [ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. παράλλ. τ. τού θύννος*] …   Dictionary of Greek

  • μελαινάς — μελαινάς, άδος, ἡ (Α) είδος μελανωπού ψαριού, αλλ. θυννίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μελαιν τού μέλαινα + κατάλ. –άς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”